- -γω
- κατάληξη ενεστωτικών ρημάτων τής νέας Ελληνικής που ανάγονται: α) σε ρήματα τής Αρχαίας με ληκτικό μόρφημα -σσω (πρβλ. φυλάσσω-φυλάγω, τυλίσσω-τυλίγω) και αόριστο σε -ξα, απ' όπου μεταπλάστηκαν στον ενεστώτα τους κατά το πρότυπο άνοιξα-ανοίγω, διάλεξα-διαλέγω6) σε ρήματα με καταληκτικό μόρφημα -ω (πρβλ. ακούω-ακούγω, κλαίω-κλαίγω, καίω-καίγω), οπότε ο σχηματισμός σε -γω οφείλεται σε ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού ευφωνικού ή αναλογικού -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.